ὑπογραμματεύς: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
mNo edit summary |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑπο-γραμμᾰτεύς, έως, ὁ,<br />an under-[[secretary]], Ar., etc. | |mdlsjtxt=ὑπο-γραμμᾰτεύς, έως, ὁ,<br />an under-[[secretary]], Ar., etc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[underclerk]], [[under-clerk]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 4 July 2020
English (LSJ)
έως, ὁ,
A underclerk, undersecretary, under-clerk, under-secretary, Antipho 6.35, Lys.30.27, IG12.374.110,258; restored by Dind. in Ar.Ra.1084 (anap.) for ὑπὸ γραμματέων.
German (Pape)
[Seite 1213] έως, ὁ, der Unterschreiber, der zweite Schreiber; τῶν θεσμοθετῶν Antiph. 6, 35; Lys. 30, 27; vgl. Böckh Ath. Staatshaush. I p. 201 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογραμμᾰτεύς: έως, ὁ, δεύτερος ἢ κατώτερος γραμματεύς, Ἀντιφῶν 145. 26, Λυσί. 186. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 115, 184, κ. ἀλλ.Ϗ ἀποκατεστάθη ὑπὸ τοῦ Dind. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1084, ἀντὶ τοῦ ὑπὸ γραμματέων˙Ϗ πρβλ. Böckh P. E. 1. 251.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
sous-greffier, scribe ou greffier adjoint.
Étymologie: ὑπό, γραμματεύς.
Greek Monolingual
η / ὑπογραμματεύς, ὁ, Α
βλ. υπογραμματέας.
Greek Monotonic
ὑπογραμμᾰτεύς: -έως, ὁ, υπογραμματέας, κατώτερος γραμματέας, δεύτερος γραμματέας, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπογραμμᾰτεύς: έως ὁ помощник писца Lys., Arph.
Middle Liddell
ὑπο-γραμμᾰτεύς, έως, ὁ,
an under-secretary, Ar., etc.