ὀψαρτυτής: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψαρτῡτής''': -οῦ, ὁ, [[μάγειρος]], Ὑπερείδ. παρὰ | |lstext='''ὀψαρτῡτής''': -οῦ, ὁ, [[μάγειρος]], Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 7, Τίμαι. 70˙ ἐν χρήσει ἐμπαικτικῶς παρὰ Πολυβ. 12. 9, 4, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A cook, Hyp.Fr.259; ὀψαρτυταὶ καὶ μυροποιοί Phld.Mus.p.86 K.; used derisively of a gourmand, Timae.70.
German (Pape)
[Seite 432] ὁ, Speisenzubereiter, Koch; Pol. 12, 9, 4; Hyperid. bei Poll. 6, 37; Ath. XIV, 662.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψαρτῡτής: -οῦ, ὁ, μάγειρος, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 7, Τίμαι. 70˙ ἐν χρήσει ἐμπαικτικῶς παρὰ Πολυβ. 12. 9, 4, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀψαρτυτής, ὁ (Α)
μάγειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + ἀρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»].
Russian (Dvoretsky)
ὀψαρτῡτής: οῦ ὁ повар Polyb.