κίλλος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίλλος''': ὁ, [[ὄνος]] Ἡσύχ., Δωρ. [[λέξις]] κατὰ τὸν | |lstext='''κίλλος''': ὁ, [[ὄνος]] Ἡσύχ., Δωρ. [[λέξις]] κατὰ τὸν Πολυδ. Ζ΄, 56· θηλ. κίλλαι, Ἡσύχ., [[μετὰ]] τῆς ἑρμηνείας ἀστράγαλοι, δηλ. κύβοι πεποιημένοι ἐξ ὀστοῦ ὄνου. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:40, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A ass, Sammelb.5224.63 (written κεῖλος ib.29, 40), Hsch.; Dor.acc.to Poll.7.56; cf. κίλλαι. 2 = τέττιξ πρωϊνός (Cypr.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1438] ὁ, der Esel, nach Hesych. cyprisch, nach Poll. 7, 56 dor.; vgl. κίλλης u. κίλλιος; vielleicht mit κίλλω zusammenhangend, der Traber.
Greek (Liddell-Scott)
κίλλος: ὁ, ὄνος Ἡσύχ., Δωρ. λέξις κατὰ τὸν Πολυδ. Ζ΄, 56· θηλ. κίλλαι, Ἡσύχ., μετὰ τῆς ἑρμηνείας ἀστράγαλοι, δηλ. κύβοι πεποιημένοι ἐξ ὀστοῦ ὄνου.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
âne gris.
Étymologie: κιλλός.
Greek Monolingual
κίλλος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.)
1. όνος
2. αστράγαλος, κύβος, κότσι από πόδι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιλλός, με αναβιβασμό του τόνου].
Greek Monotonic
κίλλος: ὁ, γάιδαρος.
Middle Liddell
κίλλος, ὁ, [from κιλλίβας
an ass.