μύρκος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrkos
|Transliteration C=myrkos
|Beta Code=mu/rkos
|Beta Code=mu/rkos
|Definition=ον, Syrac. word for <b class="b3">ἄφωνος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[dumb]], Hsch.:—also μυρικᾶς, Id. μύρμαξ, v. [[μύρμηξ]]. μυρμέαι· <b class="b3">νύσσειν</b>, Id.</span>
|Definition=ον, Syrac. word for [[ἄφωνος]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[dumb]], Hsch.:—also μυρικᾶς, Id. μύρμαξ, v. [[μύρμηξ]]. μυρμέαι· [[νύσσειν]], Id.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:50, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρκος Medium diacritics: μύρκος Low diacritics: μύρκος Capitals: ΜΥΡΚΟΣ
Transliteration A: mýrkos Transliteration B: myrkos Transliteration C: myrkos Beta Code: mu/rkos

English (LSJ)

ον, Syrac. word for ἄφωνος,

   A dumb, Hsch.:—also μυρικᾶς, Id. μύρμαξ, v. μύρμηξ. μυρμέαι· νύσσειν, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μύρκος: -ον, λέξις παρὰ τοῖς Συρακοσίοις σημαίνουσα ἄφωνον βωβόν, Ἡσύχ.· ὡσαύτως μυρικᾶς, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

μύρκος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Συρακοσίους) «ὁ καθόλου μὴ δυνάμενος λαλεῑν, ἐνεός, ἄφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο από τη Λατινική, πρβλ. λατ. murcus «ακρωτηριασμένος, χαλαρός», από όπου στη συνέχεια εντάχθηκε στα επίθ. που σημαίνουν «άφωνος, βουβός»].