ἐμπυρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπῠρισμός''': ὁ, = [[ἐμπρησμός]], Ὑπερείδης παρὰ Φρυν. σ. 335 (ἔκδ. Λοβεκίου), καὶ [[Πολυδ]]. Θ΄, 156, Πολύβ. 9. 41, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. VIII, [[ἠμελημένως]] λεχθὲν κατὰ τὸν Φρυν. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἐμπῠρισμός''': ὁ, = [[ἐμπρησμός]], Ὑπερείδης παρὰ Φρυν. σ. 335 (ἔκδ. Λοβεκίου), καὶ Πολυδ. Θ΄, 156, Πολύβ. 9. 41, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. VIII, [[ἠμελημένως]] λεχθὲν κατὰ τὸν Φρυν. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπῠρισμός Medium diacritics: ἐμπυρισμός Low diacritics: εμπυρισμός Capitals: ΕΜΠΥΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: empyrismós Transliteration B: empyrismos Transliteration C: empyrismos Beta Code: e)mpurismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἐμπρησμός (less Att., acc. to Phryn.313), Hyp. Lyc.Fr.4, Plb.9.41.5, LXXLe.19.6, Mon.Anc.Gr.19.8, Ath.Mech.12.6; burning of weeds, PSI4.338.7, al. (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 818] ὁ, Anzündung; Hyperid. bei Phryn., der wie Poll. 9, 156 es als unattisch für ἐμπρησμός tadelt; vgl. B. A. 97. Es findet sich bei Pol. 9, 41, 5 u. öfter; D. Sic. 20, 67 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπῠρισμός: ὁ, = ἐμπρησμός, Ὑπερείδης παρὰ Φρυν. σ. 335 (ἔκδ. Λοβεκίου), καὶ Πολυδ. Θ΄, 156, Πολύβ. 9. 41, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. VIII, ἠμελημένως λεχθὲν κατὰ τὸν Φρυν. ἔνθ’ ἀνωτ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 incendio, quema gener. intencionado ἀρχαίων ἐ. Hyp.Lyc.3, cf. Phryn.311, σκηνὰς ... εὐφυεῖς πρὸς ἐμπυρισμόν Plb.14.1.14, cf. Ath.Mech.18.7, αἱ πρὸς τοὺς ἐμπυρισμοὺς παρασκευαί Plb.9.41.5, ἡ πόλις ἐνεπρήσθη ἐμπυρισμῷ LXX Io.6.24, τῆς παρεμβολῆς D.S.20.67, cf. Mon.Anc.Gr.19.8
quema, abrasamiento de pers. por fuego divino, LXX Le.10.6, de donde el lugar se llamó Ἐμπυρισμός LXX Nu.11.3, De.9.22
quema de rastrojos o malas hierbas ξυλοκοπία καὶ ἐ. PLugd.Bat.20.5.15, SB 11161.3 (ambos III a.C.), συναγωγὴ φρυγάνων καὶ ἐ. PCair.Zen.517.3 (III a.C.).
2 agr. añublo, tizón una plaga de cereales, LXX 3Re.8.37.
3 quema de perfumes, incensación en ceremonias fúnebres, ἐμπυρισμοὶ πατέρων los inciensos quemados en los funerales de tus padres, Aq.Ie.34.

Greek Monolingual

ἐμπυρισμός, ο (Α)
εμπρησμός, πυρπόληση.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπῠρισμός: ὁ Polyb. = ἐμπρησμός.