στολισμός: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stolismos | |Transliteration C=stolismos | ||
|Beta Code=stolismo/s | |Beta Code=stolismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense" | |Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[equipping]], [[dressing]], θεῶν <span class="title">OGI</span>56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.6 (Rosetta, ii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[equipment]], [[dress]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ch.</span>9.4</span>, al., Aristeas <span class="bibl">96</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span> 1.3</span> (iii A.D.), Pap. in <b class="b2">Sitzb.Heidelb. Akad</b>.<span class="bibl">1923(2).18</span>;= [[pectorale]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:57, 11 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A equipping, dressing, θεῶν OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.6 (Rosetta, ii B.C.). 2 equipment, dress, LXX 2 Ch.9.4, al., Aristeas 96, BGU 1.3 (iii A.D.), Pap. in Sitzb.Heidelb. Akad.1923(2).18;= pectorale, Gloss.
German (Pape)
[Seite 946] ὁ, das Ausrüsten, die Kleidung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στολισμός: ὁ, τὸ στολίζειν, περιβάλλειν δι’ ἐνδύματος, στ. θεῶν Ἐπιγρ. Rosett. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 6, πρβλ. 8795. 2) ἐνδυμασία, ἱματισμός, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Θ΄, 4, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ στολίζω
νεοελλ.
καλλωπισμός, διακόσμηση (α. «στολισμός τών οδών με σημαίες» β. «χριστουγεννιάτικος στολισμός»)
μσν.-αρχ.
1. ένδυση, το να ντύνει κανείς κάποιον με επίσημα ή καλοδιαλεγμένα ενδύματα και κοσμήματα («πρὸς στολισμὸν τῶν θεῶν», επιγρ.)
2. ενδυμασία (α. «περιβέβλημαι στολισμὸν κατακρίσεως καὶ σκότους», Μηναί.
β. «στολισμός ἀνδρός», ΠΔ).