καταχρίω: Difference between revisions
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katachrio | |Transliteration C=katachrio | ||
|Beta Code=kataxri/w | |Beta Code=kataxri/w | ||
|Definition=[ῑ], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[anoint]], [[smear]], [[coat]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>625b31</span>; τέγη <span class="title">IG</span>11(2).203 <span class="title">A</span>54(Delos, iii B.C.); <b class="b3">τὰ τείχη τῆς σκηνῆς</b> ib.199 <span class="title">A</span>102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>2.3</span>; πηλῷ πρόσωπον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>9</span>; θρόνους ἀσβόλῳ <span class="bibl">Ael. <span class="title">VH</span>2.15</span>:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον <span class="bibl">Artem.4.41</span>:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος <span class="bibl">M.Ant.3.3</span>; ἐλαίῳ κ. <span class="bibl">Ph.2.158</span>; | |Definition=[ῑ], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[anoint]], [[smear]], [[coat]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>625b31</span>; τέγη <span class="title">IG</span>11(2).203 <span class="title">A</span>54(Delos, iii B.C.); <b class="b3">τὰ τείχη τῆς σκηνῆς</b> ib.199 <span class="title">A</span>102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>2.3</span>; πηλῷ πρόσωπον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>9</span>; θρόνους ἀσβόλῳ <span class="bibl">Ael. <span class="title">VH</span>2.15</span>:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον <span class="bibl">Artem.4.41</span>:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος <span class="bibl">M.Ant.3.3</span>; ἐλαίῳ κ. <span class="bibl">Ph.2.158</span>; [[κατακεχριμένα]], = οβλῐτα, <span class="title">Gloss.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:15, 7 July 2020
English (LSJ)
[ῑ],
A anoint, smear, coat, Arist.HA625b31; τέγη IG11(2).203 A54(Delos, iii B.C.); τὰ τείχη τῆς σκηνῆς ib.199 A102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3; πηλῷ πρόσωπον Luc.Anach.9; θρόνους ἀσβόλῳ Ael. VH2.15:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3; ἐλαίῳ κ. Ph.2.158; κατακεχριμένα, = οβλῐτα, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
καταχρίω: ι: μέλλ. -ίσω, χρίω τι ἐντελῶς, ἐπαλείφω ὡς ἀλοιφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 35· τὰ ἡλκωμένα κατέχριε φαρμάκοις Γαλ.· τὸ πρόσωπον πηλῷ κ. Λουκ. Ἀνάχ. 9, κτλ.·- Μέσ., καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῖκες, ψιμυθιοῦσθαι, Ἀρτεμίδ. 4. 43 (41)· κατ. καὶ ἀπαλείφουσι τὸν πατέρα, μεταφορ., ἐπὶ τῆς φιλοσοφικῆς παιδεύσεως, Θεμίστ. 32, σ. 357Β.
Spanish
Greek Monolingual
καταχρίω (Α)
1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.)
2. μέσ. καταχρίομαι
πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῑκες», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρίω «επαλείφω»].
Russian (Dvoretsky)
καταχρίω: (ῑ) намазывать, натирать (τὴν τροφήν τινι Arst.; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χρίω insmeren, zalven.