καταχρίω

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρίω Medium diacritics: καταχρίω Low diacritics: καταχρίω Capitals: ΚΑΤΑΧΡΙΩ
Transliteration A: katachríō Transliteration B: katachriō Transliteration C: katachrio Beta Code: kataxri/w

English (LSJ)

[ῑ], anoint, smear, coat, Arist.HA625b31; τέγη IG11(2).203 A54(Delos, iii B.C.); τὰ τείχη τῆς σκηνῆς ib.199 A102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3; πηλῷ πρόσωπον Luc.Anach.9; θρόνους ἀσβόλῳ Ael. VH2.15:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3; ἐλαίῳ κ. Ph.2.158; κατακεχριμένα, = οβλῐτα, Glossaria.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χρίω insmeren, zalven.

German (Pape)

(χρίω), bestreichen; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc. Anach. 9; bes. mit Salbe einreiben, LXX und Medic.; – τροφὴν τοῖς νεοττοῖς παραθεῖσαι καταχρίουσιν Arist. H.A. 9.40.

Russian (Dvoretsky)

καταχρίω: (ῑ) намазывать, натирать (τὴν τροφήν τινι Arst.; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

καταχρίω: ι: μέλλ. -ίσω, χρίω τι ἐντελῶς, ἐπαλείφω ὡς ἀλοιφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 35· τὰ ἡλκωμένα κατέχριε φαρμάκοις Γαλ.· τὸ πρόσωπον πηλῷ κ. Λουκ. Ἀνάχ. 9, κτλ.·- Μέσ., καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῖκες, ψιμυθιοῦσθαι, Ἀρτεμίδ. 4. 43 (41)· κατ. καὶ ἀπαλείφουσι τὸν πατέρα, μεταφορ., ἐπὶ τῆς φιλοσοφικῆς παιδεύσεως, Θεμίστ. 32, σ. 357Β.

Spanish

rociar

Greek Monolingual

καταχρίω (Α)
1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.)
2. μέσ. καταχρίομαι
πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῖκες», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρίω «επαλείφω»].

Léxico de magia

rociar con vinagre ἐὰν εἴπῃς ἐπὶ σπάσματος ἢ συντρίμ<μ>ατος τὸ ὄνομα γʹ, καταχρίσας γῆν μετὰ ὄξους, ἀπαλλάξεις si dices el nombre tres veces sobre una torcedura o fractura, habiendo rociado tierra con vinagre, la alejarás P XIII 247