λιθώδης: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lithodis | |Transliteration C=lithodis | ||
|Beta Code=liqw/dhs | |Beta Code=liqw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like stone]], [[stony]], γῆ <span class="bibl">Hdt.4.23</span>; ὁδός <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>4.4</span>; τόποι τραχεῖς καὶ λ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>590b23</span>; | |Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like stone]], [[stony]], γῆ <span class="bibl">Hdt.4.23</span>; ὁδός <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>4.4</span>; τόποι τραχεῖς καὶ λ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>590b23</span>; [[πεδίον]] (as pr. n.) <span class="bibl">Str.4.1.7</span>: Comp., of plants, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>783a31</span>: metaph., <b class="b3">λ. [κέαρ</b>] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>194e</span>; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.<span class="title">Mag.</span>3.61. Adv. -<b class="b3">δῶς, ὅσα</b> (sc. [[ὕδατα]]) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.<span class="title">Fr.</span>66.16.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:16, 8 July 2020
English (LSJ)
ες,
A like stone, stony, γῆ Hdt.4.23; ὁδός X.Eq.4.4; τόποι τραχεῖς καὶ λ. Arist.HA590b23; πεδίον (as pr. n.) Str.4.1.7: Comp., of plants, Arist.GA783a31: metaph., λ. [κέαρ] Pl.Tht.194e; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.Mag.3.61. Adv. -δῶς, ὅσα (sc. ὕδατα) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.Fr.66.16.
German (Pape)
[Seite 46] ες, steinähnlich, steinhart, καὶ τραχὺ κέαρ, Plat. Theaet. 194 c; steinig, ὁδός, Xen. Equ. 4, 4; τόποι, Arist. H. A. 8, 2 u. Sp. Davon
Greek (Liddell-Scott)
λῐθώδης: -ες, ὡς τὸ λιθοειδής, ὅμοιος πρὸς λίθον, πλήρης λίθων, πετρώδης, γῆ Ἡρόδ. 4. 23· ὁδὸς Ξεν. Ἱππ. 4, 4· τόποι τραχεῖς καὶ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 20, κτλ.· μεταφορ., λ. κέαρ Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε· τῆς Νιόβης λιθωδέστερος Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτ. 3. 61. Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀέτ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
pierreux.
Étymologie: λίθος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (AM λιθώδης, -ῶδες) λίθος
1. όμοιος με πέτρα («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.)
2. γεμάτος πέτρες, πετρώδης («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», Αριστοτ.)
μσν.
μτφ. σκληρόκαρδος, άπονος.
επίρρ...
λιθωδῶς (Α)
όπως οι πέτρες.
Greek Monotonic
λῐθώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με λίθο, πετρώδης, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λῐθώδης:
1) каменистый (γῆ Her.; ὁδός Xen.);
2) подобный камню (κέαρ Plat.).