γλυπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γλυπτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς γλύφειν, γλυπτικὴ σφραγίδων [[Πολυδ]]. Ζ΄, 209.
|lstext='''γλυπτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς γλύφειν, γλυπτικὴ σφραγίδων Πολυδ. Ζ΄, 209.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 20:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλυπτικός Medium diacritics: γλυπτικός Low diacritics: γλυπτικός Capitals: ΓΛΥΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: glyptikós Transliteration B: glyptikos Transliteration C: glyptikos Beta Code: gluptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of engraving, γλυπτικὴ σφραγίδων (sc. τέχνη) Poll.7.209.

Greek (Liddell-Scott)

γλυπτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς γλύφειν, γλυπτικὴ σφραγίδων Πολυδ. Ζ΄, 209.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
relativo al grabado o esculpido, glíptico γλυπτικὰ ἔργα ... τοῦ ὀρόφου obras de tallado del techo, PKöln 52.8, 55 (III d.C.)
γλυπτική (sc. τέχνη) arte de grabar o esculpir, glíptica Poll.7.209, Eus.PE 1.9.13, Rh.4.54.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γλυπτικός, -ή, -όν) γλύπτης
1. ο σχετικός με το έργο του γλύπτη
2. το θηλ. ως ουσ. η γλυπτική
η τέχνη του γλύπτη.