σύναινος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synainos | |Transliteration C=synainos | ||
|Beta Code=su/nainos | |Beta Code=su/nainos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[agreeing with]], τινι Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:27, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A agreeing with, τινι Hsch.
German (Pape)
[Seite 997] gleicher Meinung, beistimmend, genehmigend; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σύναινος: -ον, συναινῶν, συμφωνῶν μετά τινος, ὁμόδοξος, σύμφωνος, οἷς ἐγὼ οὐ σύναινός εἰμι Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 265 ― 143Α· «σύναινος· ὁμόδοξος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που συναινεί, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος].
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που συναινεί, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος].