πιλητός: Difference between revisions
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πιλητός -ή -όν [πιλέω] van vilt, vilten. | |elnltext=πιλητός -ή -όν [πιλέω] van vilt, vilten. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[made of felt]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 4 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A made of felt, κτήματα Pl.Ti.74b, Gal.UP6.4; στολαί Agatharch.20; φοινικίδες D.S.17.115; θώρακες Anon. ap. Suid. s.v. πίλοις. II generally, compressible, Arist.Mete.385a17, 387a15.
German (Pape)
[Seite 615] 1) gekrämpt, gefilzt, κτήματα, Plat. Tim. 74 b. – 2) übh. zusammengedrängt, verdichtet, was sich zusammen drücken, pressen läßt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλητός: -ή, -όν, (πιλέω) πεποιημένος ἐκ πιλημάτων, κτήματα Πλάτ. Τίμ. 74Β· φοινικίδες Διόδ. 17. 115· θώρακες Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ἔρια π., συμπεπιεσμένα, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρ. σ. 261. 13· πρβλ. πιλωτός. ΙΙ. καθόλου, ἐπὶ πραγμάτων ἅπερ ὅταν πιεσθῶσι δὲν ἐπανέρχονται εἰς τὸ πρότερον αὐτῶν σχῆμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλαστικά, πιλητὰ ὅσα τῶν πιεστῶν μόνιμον ἔχει τὴν πίεσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5., 9. 23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait de laine foulée.
Étymologie: πιλέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α [[[πιλώ]] (Ι)]
1. (για ενδύματα και υφάσματα) κατασκευασμένος από πίλημα ή με πίληση
2. αυτός που μπορεί να υποστεί πίληση, συμπιεστός.
Russian (Dvoretsky)
πῑλητός:
1) сделанный из валяной шерсти, войлочный (κτήματα Plat.; φοινικίδες Diod.);
2) сжимаемый (σώματα Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιλητός -ή -όν [πιλέω] van vilt, vilten.