πυριατός: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyriatos | |Transliteration C=pyriatos | ||
|Beta Code=puriato/s | |Beta Code=puriato/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[heated in]] or [[for a bath]], κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· <b class="b3">τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:50, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A heated in or for a bath, κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 822] durch das trockene Schwitzbad erwärmt, Sp. = πυριάτη.
Greek (Liddell-Scott)
πῠριᾱτός: -ή, -όν, θερμαινόμενος ἐν πυριατηρίῳ ἢ χρήσιμος πρὸς πυρίασιν, κέραμος, Γαλην.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πυριῶ
1. ο θερμαινόμενος σε λουτρό ή με λουτρό
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυριατὸν τὸ ἑφθὸν πυρί, ὅ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος».