φόρετρον: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φόρετρον''': τό, [[κόμιστρον]], μισθὸς ἀχθοφόρου, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 133.
|lstext='''φόρετρον''': τό, [[κόμιστρον]], μισθὸς ἀχθοφόρου, Πολυδ. Ζϳ, 133.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φόρεθρον]] και [[φόλετρον]] και [[φόλλετρον]], τὸ, Α<br />[[αμοιβή]] που δίνεται για [[μεταφορά]] φορτίων, [[κόμιστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φέρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θέρ</i>-<i>ε</i>-<i>τρον</i>). Ο τ. [[φόρεθρον]] με [[επίθημα]] -<i>θρον</i>, ενώ οι τ. [[φόλετρον]], <i>φόλλε</i>-<i>τρον</i> με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-].
|mltxt=και [[φόρεθρον]] και [[φόλετρον]] και [[φόλλετρον]], τὸ, Α<br />[[αμοιβή]] που δίνεται για [[μεταφορά]] φορτίων, [[κόμιστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φέρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θέρ</i>-<i>ε</i>-<i>τρον</i>). Ο τ. [[φόρεθρον]] με [[επίθημα]] -<i>θρον</i>, ενώ οι τ. [[φόλετρον]], <i>φόλλε</i>-<i>τρον</i> με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-].
}}
}}

Revision as of 21:06, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόρετρον Medium diacritics: φόρετρον Low diacritics: φόρετρον Capitals: ΦΟΡΕΤΡΟΝ
Transliteration A: phóretron Transliteration B: phoretron Transliteration C: foretron Beta Code: fo/retron

English (LSJ)

τό,

   A expenses of transport, PCair.Zen.13.2 (iii B. C.), Wilcken Chr.30i7 (iii/ii B. C.), Ostr.Bodl. ii 14 (ii/i B. C.), Poll.7.133, etc.; also φόρεθρον, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1299] τό, Trägerlohn, Poll. 133.

Greek (Liddell-Scott)

φόρετρον: τό, κόμιστρον, μισθὸς ἀχθοφόρου, Πολυδ. Ζϳ, 133.

Greek Monolingual

και φόρεθρον και φόλετρον και φόλλετρον, τὸ, Α
αμοιβή που δίνεται για μεταφορά φορτίων, κόμιστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επίθημα -ε-τρον (πρβλ. θέρ-ε-τρον). Ο τ. φόρεθρον με επίθημα -θρον, ενώ οι τ. φόλετρον, φόλλε-τρον με ανομοίωση του -ρ- σε -λ-].