ὑπότρομος: Difference between revisions
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotromos | |Transliteration C=ypotromos | ||
|Beta Code=u(po/tromos | |Beta Code=u(po/tromos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[quivering]], [[shaking]], Plu.2.435b; [[somewhat afraid]] or [[timid]], <span class="bibl">Aeschin.3.159</span>, <span class="bibl">Luc. <span class="title">DDeor.</span>19.1</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 13 December 2020
English (LSJ)
ον, A quivering, shaking, Plu.2.435b; somewhat afraid or timid, Aeschin.3.159, Luc. DDeor.19.1, etc.
German (Pape)
[Seite 1237] ein wenig zitternd, furchtsam; Aesch. 3, 159; Luc. D. D. 19, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότρομος: -ον, περιδεής, περίφοβος, τρέμων πως ἐκ φόβου, ἢ ἁπλῶς ὁ τρέμων ὀλίγον, Αἰσχίν. 76. 18, Πλούτ. 2. 435Β, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1. ― Ἐν. Ἀριστοφ. Ἀχ. 683 τό: τονθορύζοντες ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ὑπότρομοι τὰ χείλη κινοῦντες», ἐν δὲ Καλλ. Ὕμν. εἰς Δῆλον 79 τὸ ὑποδινηθεῖσα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ὑπότρομος γενόμενη».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu tremblant, peureux.
Étymologie: ὑπό, τρέμω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που σιγοτρέμει («εἰ μὴ τὸ ἱερεῑον ὅλον ἐξ ἄκρων σφυρῶν ὑπότρομον γένηται», Πλούτ.)
2. αυτός που σιγοτρέμει από φόβο («ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με καὶ ὑπότρομος γίγνομαι», Λουκιαν.)
3. δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τρόμος (πρβλ. ἔντρομος)].
Greek Monotonic
ὑπότρομος: -ον, κάπως φοβισμένος ή δειλός, φοβιτσιάρης, σε Αισχίν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπότρομος: несколько испугавшийся, оробевший, робкий Aeschin., Plut., Luc.