ἀργυρότοιχος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyrotoichos
|Transliteration C=argyrotoichos
|Beta Code=a)rguro/toixos
|Beta Code=a)rguro/toixos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with silver sides]], δροίτη <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1539</span> (lyr.).</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with silver sides]], δροίτη <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1539</span> (lyr.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:25, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρότοιχος Medium diacritics: ἀργυρότοιχος Low diacritics: αργυρότοιχος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: argyrótoichos Transliteration B: argyrotoichos Transliteration C: argyrotoichos Beta Code: a)rguro/toixos

English (LSJ)

ον,    A with silver sides, δροίτη A.Ag.1539 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρότοιχος: -ον, ὁ ἀργυρᾶς ἔχων πλευράς, ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ’ ἔμ’ ἐδέξω, πρὶν τόνδ’ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου δροίτης κατέχοντα χαμεύνην, εἴθε νὰ με ἐδέχεσο, ὦ γῆ, πρὶν ἴδω τοῦτον κατέχοντα τὴν χαμεύνην τῆς ἀργυροπλεύρου πυέλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1539.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux murs d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, τοῖχος.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρότοιχος) -ον revestido de plata, δροίτη A.A.1539.

Greek Monolingual

ἀργυρότοιχος, -ον (Α)
αυτός που έχει επάργυρα τοιχώματα («ἀργυροτοίχου δροίτης» — αποδίδεται στη μπανιέρα με τα επάργυρα τοιχώματα μέσα στην οποία δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνων, Αισχ.).

Greek Monotonic

ἀργῠρότοιχος: -ον, αυτός που έχει ασημένιες πλευρές, δηλ. ασημένια πλευρά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργυρότοιχος: сребростенный (δροίτη Aesch.).

Middle Liddell

with silver sides, Aesch.