ἱκέτευμα: Difference between revisions
From LSJ
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἱ˘κέτευμα, ατος, τό,<br />a [[mode]] of [[supplication]], Thuc. | |mdlsjtxt=ἱ˘κέτευμα, ατος, τό,<br />a [[mode]] of [[supplication]], Thuc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[method of supplication]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 4 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A mode of supplication, μέγιστον ἱ. Th.1.137, cf. D.C.68.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκέτευμα: ῐ, τό, τρόπος ἱκεσίας, δεήσεως, καὶ μέγιστον ἦν ἱκέτευμα τοῦτο Θουκ. 1. 137, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 24.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mode de supplication.
Étymologie: ἱκετεύω.
Greek Monolingual
ἱκέτευμα, τὸ (Α) ικετεύω
τρόπος ικεσίας, δεήσεως.
Greek Monotonic
ἱκέτευμα: [ῐ], -ατος, τό, τρόπος ικεσίας, δέησης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱκέτευμα: ατος τό просьба, мольба (μέγιστον Thuc., ἀπαραίτητον Plut.).
Middle Liddell
ἱ˘κέτευμα, ατος, τό,
a mode of supplication, Thuc.