ῥαψῳδικός: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rapsodikos | |Transliteration C=rapsodikos | ||
|Beta Code=r(ayw|diko/s | |Beta Code=r(ayw|diko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[for a rhapsodist]]: <b class="b3">ἡ -κή</b> (with and without <b class="b3">τέχνη</b>) | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[for a rhapsodist]]: <b class="b3">ἡ -κή</b> (with and without <b class="b3">τέχνη</b>) [[the rhapsodist's art]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ion</span> 538b</span>, <span class="bibl">540a</span>, al. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust. 3.55</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:25, 6 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a rhapsodist: ἡ -κή (with and without τέχνη) the rhapsodist's art, Pl.Ion 538b, 540a, al. Adv. -κῶς Eust. 3.55.
German (Pape)
[Seite 836] ή, όν, zum Rhapsoden gehörig, ihm eigen, τέχνη, Plat. Ion 538 b 540 a, die Rhapsodenkunst.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαψῳδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥαψῳδόν, ἡ ῥαψῳδική (μετὰ τῆς λέξ. τέχνη ἢ ἄνευ αὐτῆς), ἡ τέχνη τοῦ ῥαψῳδοῦ, Πλάτ. Ἴων 538Β, 540Α, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 3. 55.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les rhapsodes, de rhapsode.
Étymologie: ῥαψῳδός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥαψῳδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥαψῳδός·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραψωδό ή στη ραψωδία
2. το θηλ. ως ουσ. η ραψωδική
η τέχνη του ραψωδού.
επίρρ...
ῥαψῳδικῶς ΜΑ
με ύφος ραψωδού.
Greek Monotonic
ῥαψῳδικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον ραψωδό· ἡ-κή (με ή χωρίς τη λέξη τέχνη), η τέχνη του ραψωδού, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ῥαψῳδικός: рапсодический, эпический (τέχνη Plat.).
Middle Liddell
ῥαψῳδικός, ή, όν
of or for a rhapsodist: ἡ -κή (with and without τέχνἠ, the rhapsodist's art, Plat. [from ῥαψῳδός