λείωμα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leioma
|Transliteration C=leioma
|Beta Code=lei/wma
|Beta Code=lei/wma
|Definition=ατος, τό, (λειόω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pigment-powder]], <b class="b3">τὰ ἄκρατα λ., τὰ ὑδαρέστερα λ</b>., <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>55</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, (λειόω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pigment-powder]], <b class="b3">τὰ ἄκρατα λ., τὰ ὑδαρέστερα λ</b>., <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>55</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:35, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λείωμα Medium diacritics: λείωμα Low diacritics: λείωμα Capitals: ΛΕΙΩΜΑ
Transliteration A: leíōma Transliteration B: leiōma Transliteration C: leioma Beta Code: lei/wma

English (LSJ)

ατος, τό, (λειόω)    A pigment-powder, τὰ ἄκρατα λ., τὰ ὑδαρέστερα λ., Thphr.Lap.55.

German (Pape)

[Seite 27] τό, das Geglättete; auch das Abgeriebene, Kleingeriebene, ἄκρατον λείωμα, eine durch Reiben aus κύανος bereitete Malerfarbe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λείωμα: τό, (λειόω) τὸ καλῶς τριφθὲν ἢ κοπανισθέν, τὰ ἄκρατα λειώματα, χρώματα τῆς ζωγραφικῆς ἐκ κυανοῦ παρασκευαζόμενα διὰ τῆς τρίψεως, Θεοφρ. π. Λίθ. 55.

Greek Monolingual

λείωμα, -ατος, τὸ (Α) λειώ
αυτό που προέρχεται από τριβή ή από κοπάνισμα ή από τήξη ή από σύνθλιψη, το λειώμα («τὰ ἄκρατα λειώματα» — χρώματα ζωγραφικής που παρασκευάζονταν από κύανο με τριβή, Θεόφρ.).