μελιτερπής: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meliterpis | |Transliteration C=meliterpis | ||
|Beta Code=meliterph/s | |Beta Code=meliterph/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[honey-sweet]], μολπή <span class="bibl">Simon.184.9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:05, 11 December 2020
English (LSJ)
ές, A honey-sweet, μολπή Simon.184.9.
German (Pape)
[Seite 124] ές, honigsüß ergötzend, μολπή, Simonds. 49 (VII, 25).
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτερπής: -ές, γλυκὺς ὡς τὸ μέλι, μολπὴ Σιμων. 116. 9.
Greek Monolingual
μελιτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -τερπής (< τέρπω), θεο-τερπής, θυμο-τερπής].
Russian (Dvoretsky)
μελῐτερπής: отрадный как мед, усладительный (μολπή Anth.).