ἁμαξήλατος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαξήλᾰτος''': -ον, ([[ἐλαύνω]]) ἡ διασχιζόμενη, διατρεχομένη ὑφ’ ἁμαξῶν: ἡ [[ἁμαξήλατος]] (ἐνν. ὁδός), ὁδὸς [[ἁμαξιτός]], [[Πολυδ]]. 9. 37.
|lstext='''ἁμαξήλᾰτος''': -ον, ([[ἐλαύνω]]) ἡ διασχιζόμενη, διατρεχομένη ὑφ’ ἁμαξῶν: ἡ [[ἁμαξήλατος]] (ἐνν. ὁδός), ὁδὸς [[ἁμαξιτός]], Πολυδ. 9. 37.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξήλᾰτος Medium diacritics: ἁμαξήλατος Low diacritics: αμαξήλατος Capitals: ΑΜΑΞΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: hamaxḗlatos Transliteration B: hamaxēlatos Transliteration C: amaksilatos Beta Code: a(mach/latos

English (LSJ)

ον,

   A traversed by wagons: ἡ ἁ. (sc. ὁδός) carriage-road, Aen.Tact.16.14, Poll.9.37, cf. Str.6.3.7.

German (Pape)

[Seite 115] ἡ, sc. ὁδός, Fahrweg, Poll. 9, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω) ἡ διασχιζόμενη, διατρεχομένη ὑφ’ ἁμαξῶν: ἡ ἁμαξήλατος (ἐνν. ὁδός), ὁδὸς ἁμαξιτός, Πολυδ. 9. 37.

Spanish (DGE)

-ον
de carros ὁδός Aen.Tact.16.14, Ps.Dicaearch.1.23, Ph.1.316, Poll.9.37, Ἀππία Str.6.3.7.

Greek Monolingual

ἁμαξήλατος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να περάσει άμαξα, ο διαβατός από άμαξα, αμαξιτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ἐλατός, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η- (-ήλατος του β΄ συνθετικού.
ΠΑΡ. μσν. ἁμαξηλατώ].