πῆρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=piros | |Transliteration C=piros | ||
|Beta Code=ph=ros | |Beta Code=ph=ros | ||
|Definition=Aeol. πᾶρος, εος, τό, <span class="sense" | |Definition=Aeol. πᾶρος, εος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[loss of strength]], [[dotage]], <span class="bibl">Alc.98</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:50, 11 December 2020
English (LSJ)
Aeol. πᾶρος, εος, τό, A loss of strength, dotage, Alc.98.
Greek (Liddell-Scott)
πῆρος: Δωρ. πᾶρος, εος, τό, ἀπώλεια δυνάμεως, ἀμβλύτης, Ἀλκαῖ. 95.
Greek Monolingual
-ους και αιολ. τ. πᾱρος, -εος, τὸ, Α
απώλεια δύναμης, εξάντληση, εξασθένηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρ. πηρῶ (< πηρός) και έχει πιθ. σχηματιστεί κατά τους σιγματικούς τ. σε -πηρής < πηρός (πρβλ. α-πηρής, πανα-πηρής)].