ἐπικόπανον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπικόπᾰνον''': τό, [[ξύλον]] ἐφ᾿ οὗ οἱ μάγειροι κόπτουσι τὸ [[κρέας]], κρεατοσάνιδον, «ἐπίξηνον, [[τράπεζα]] μαγειρική, ἣν οἱ νεώτεροι [[ἐπικόπανον]]· ἔστι δὲ [[τοὔνομα]] παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Μεσσηνίᾳ, ῾ἡγεῖταί μ᾿ [[ὅλως]] ἐπικόπανόν τι᾿» | |lstext='''ἐπικόπᾰνον''': τό, [[ξύλον]] ἐφ᾿ οὗ οἱ μάγειροι κόπτουσι τὸ [[κρέας]], κρεατοσάνιδον, «ἐπίξηνον, [[τράπεζα]] μαγειρική, ἣν οἱ νεώτεροι [[ἐπικόπανον]]· ἔστι δὲ [[τοὔνομα]] παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Μεσσηνίᾳ, ῾ἡγεῖταί μ᾿ [[ὅλως]] ἐπικόπανόν τι᾿» Πολυδ. Ιʹ, 101. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπικόπᾰνον:''' τό поварская доска (для рубки мяса) Men. | |elrutext='''ἐπικόπᾰνον:''' τό поварская доска (для рубки мяса) Men. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A chopping-block, billet, Men.33, IG11 (2).199B89 (Delos, iii B.C.), Poll.10.101.
German (Pape)
[Seite 951] τό, der Hackeblock zum Zerlegen des Fleisches, Menand. Poll. 10, 101.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικόπᾰνον: τό, ξύλον ἐφ᾿ οὗ οἱ μάγειροι κόπτουσι τὸ κρέας, κρεατοσάνιδον, «ἐπίξηνον, τράπεζα μαγειρική, ἣν οἱ νεώτεροι ἐπικόπανον· ἔστι δὲ τοὔνομα παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Μεσσηνίᾳ, ῾ἡγεῖταί μ᾿ ὅλως ἐπικόπανόν τι᾿» Πολυδ. Ιʹ, 101.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικόπᾰνον: τό поварская доска (для рубки мяса) Men.