διαγνώμη: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diagnomi | |Transliteration C=diagnomi | ||
|Beta Code=diagnw/mh | |Beta Code=diagnw/mh | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[decree]], [[resolution]], <span class="bibl">Th.1.87</span>; διαγνώμας ποιεῖσθαι <span class="bibl">Id.3.67</span>; <b class="b3">δ. προθεῖναι περί τινος</b> ib.<span class="bibl">42</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:20, 10 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A decree, resolution, Th.1.87; διαγνώμας ποιεῖσθαι Id.3.67; δ. προθεῖναι περί τινος ib.42.
Greek (Liddell-Scott)
διαγνώμη: ἡ, =διάγνωσις, ἀπόφασις, ψήφισμα, Θουκ. 1. 87· δ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 67· περί τινος ὁ αὐτ. 3. 42.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 délibération;
2 décision.
Étymologie: διαγιγνώσκω.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 deliberación, debate προθέντας τὴν διαγνώμην αὖθις περὶ Μυτιληναίων Th.3.42.
2 decreto, resolución, sentencia, veredicto τῆς ἐκκλησίας Th.1.87, διαγνώμας ποιεῖσθαι emitir sentencias Th.3.67.
3 medic. diagnóstico αἱ δὲ ἄλλαι νοῦσοι οὐκ ἔχουσι διαγνώμην ... ἀποφαίνεσθαι Hp.Carn.19.
Greek Monolingual
διαγνώμη, η (Α)
απόφαση, ψήφισμα.
Greek Monotonic
διαγνώμη: ἡ (διαγιγνώσκω), ψήφισμα, απόφαση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διαγνώμη: ἡ
1) рассмотрение, обсуждение (περί τινος Thuc.);
2) постановление, определение, решение (τῆς ἐκκλησίας Thuc.): διαγνώμην ποιήσασθαι Thuc. вынести решение.
Middle Liddell
διαγνώμη, ἡ, διαγιγνώσκω
a decree, resolution, Thuc.