ἰατρεῖον: Difference between revisions
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰᾱτρεῖον''': τό, [[ἐργαστήριον]] ἰατροῦ, θεραπευτήριον, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740, Πλάτ. Πολ. 405Α, Αἰσχίν. 6. 28· κατ᾿ [[ἰατρεῖον]] ἀνόσως διάγειν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 939. ΙΙ. ἀμοιβὴ ἰατροῦ, [[δαπάνη]] θεραπείας, «τὰ ἰατρευτικά», Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΑ΄, 19), | |lstext='''ἰᾱτρεῖον''': τό, [[ἐργαστήριον]] ἰατροῦ, θεραπευτήριον, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740, Πλάτ. Πολ. 405Α, Αἰσχίν. 6. 28· κατ᾿ [[ἰατρεῖον]] ἀνόσως διάγειν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 939. ΙΙ. ἀμοιβὴ ἰατροῦ, [[δαπάνη]] θεραπείας, «τὰ ἰατρευτικά», Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΑ΄, 19), Πολυδ. Δ΄, 177. Ζ΄ 186. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
Ion. ἰητρεῖον, τό,
A surgery, Hp.Off.2, Pl.R.405a, Aeschin.1.40, BGU647.3 (ii A.D.); κατ' ἰητρεῖον ἀνόσως διάγειν not to be so ill as to need medical advice, Hp.Epid.1.1: metaph., ψυχῆς ἰ. D.S. 1.49. 2 remedy, Androm. ap. Gal.13.832. II pl.,= ἴατρα 1, doctor's fee, expense of a cure, LXXEx.21.10, Poll.4.177, 6.186. 2 = ἴατρα 11, -εῖα θεοῖς ἐπηκόοις Roussel Cultes Egyptiens 94, al. (Delos, ii/i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1234] τό, Wohnung des Arztes, wo er seine Kunst ausübt; ἐπὶ τοῦ ἰατρείου ἐκάθητο Aesch. 1, 40; δικαστήριά τε καὶ ἰατρεῖα πολλὰ ἀνοίγεται Plat. Rep. III, 405 a, vgl. Legg. I, 646 c; Luc. Iearom. 24; – τὰ ἰατρεῖα, der Lohn des Arztes, Poll. 6, 186, LXX., vgl. Bahr. 94, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτρεῖον: τό, ἐργαστήριον ἰατροῦ, θεραπευτήριον, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740, Πλάτ. Πολ. 405Α, Αἰσχίν. 6. 28· κατ᾿ ἰατρεῖον ἀνόσως διάγειν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 939. ΙΙ. ἀμοιβὴ ἰατροῦ, δαπάνη θεραπείας, «τὰ ἰατρευτικά», Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΑ΄, 19), Πολυδ. Δ΄, 177. Ζ΄ 186.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maison de médecin, cabinet.
Étymologie: ἰατρεύω.
Greek Monotonic
ἰᾱτρεῖον: τό (ἰατρός), εργαστήριο γιατρού, θεραπευτήριο, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἰᾱτρεῖον: (ῑ) τό помещение или приемная врача, лечебница Aeschin., Luc.: εἰς τὰ ίατρεῖα βαδίζειν Plat. ходить по врачам.
Middle Liddell
ἰᾱτρεῖον, ου, τό, ἰατρός
a surgery, Plat., etc.