ἔλλειμμα: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elleimma | |Transliteration C=elleimma | ||
|Beta Code=e)/lleimma | |Beta Code=e)/lleimma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[defect]], [[deficiency]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Praec.</span>9</span>, Phld.<span class="title">D.</span>3.2 (pl.), etc.; <b class="b3">τὰ καθ' ὑμᾶς ἐλλείμματα</b> [[shortcomings]] dependent on yourselves, <span class="bibl">D.2.27</span>; [[arrears]], <span class="bibl">Id.22.44</span>; <b class="b3">τοῦ γεγραμμένου νόμου ἔ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1374a26</span>; <b class="b3">τὰ περὶ τὴν διάλεκτον ἐ</b>. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>20</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[remnant]], v.l. in <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ki.</span>21.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:35, 12 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A defect, deficiency, Hp.Praec.9, Phld.D.3.2 (pl.), etc.; τὰ καθ' ὑμᾶς ἐλλείμματα shortcomings dependent on yourselves, D.2.27; arrears, Id.22.44; τοῦ γεγραμμένου νόμου ἔ. Arist.Rh.1374a26; τὰ περὶ τὴν διάλεκτον ἐ. D.H.Dem.20. 2 remnant, v.l. in LXX 2 Ki.21.2.
German (Pape)
[Seite 800] τό, das Ausgelassene, der Mangel, Fehler; τὰ καθ' ὑμᾶς ἐλλείμματα, wo ihr nicht eure Schuldigkeit gethan habt, Dem. 2, 27; ein Rückstand bei einer Abgabe, 22, 44; Arist. Rhet. 1, 3; τὰ περὶ τὴν διάλεκτον ἐλλείμματα D. Hal. de vi Dem. 20.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
manque, déficit ; lacune.
Étymologie: ἐλλείπω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἐνλ- frec. en pap.
1 ref. pers. o sus actos defecto, imperfección ἢν μή τι ἐκ γενετῆς ἢ ἀπ' ἀρχῆς ἔ. ᾖ Hp.Praec.9, en la acción τὰ περὶ τὴν διάλεκτον ἐλλείμματα de Isócrates, D.H.Dem.20.9
•más frec. del comportamiento o el carácter fallo, deficiencia τὰς προφάσεις δ' ἀφελεῖν καὶ τὰ καθ' ὑμᾶς ἐλλείματα dejad a un lado las excusas y vuestros fallos D.2.27, τινὲς (αἰτίαι) μὲν ἄ[ω] ροι δι' ἐλλειμμάτων γίνονται τ[ι] νων algunas causas (del deseo) se dan prematuramente por alguna deficiencia Phld.Elect.6.11, en ciertas almas, Plot.1.8.4, al realizar un sacrificio, Plu.Cor.25, ἐλλείμματα ὄντα τῆς τῶν θείων δημιουργίας Procl.in Ti.3.223.27
•lapsus, fallo de la memoria, Eust.400.38.
2 no ref. pers. vacío, laguna legal τοῦ ἰδίου νόμου καὶ γεγραμμένου ἔ. Arist.Rh.1374a26
•astr. laguna, diferencia entre el calendario común y el solar, que debe ser cubierta con meses intercalares, Gem.8.31.
3 geom., mat. defecto, deficiencia, ref. al espacio que resta en determinada área tras trazar en ella una figura, equiv. espacio restante Euc.6.27, 28
•parte o cantidad ausente, que falta ἔ. ἐστιν το<υ> [ἡμε] τέρου ἀριθμοῦ no está completo el número de asistentes de nuestra asamblea, BGU 925.3, cf. 8 (III d.C.).
4 econ. atrasos, adeudo gener. en plu., D.22.44, μισθώσεως ID 100.14 (IV a.C.), φόρων ἐλλείματα Synes.Ep.129, τὰ ὀφειλόμενα παρὰ τῶν ὑποτελῶν ἐλλείματα Iust.Nou.148.1, cf. 2
•déficit μερισμὸς ἐν(λείματος) τελωνικ(ῶν) n. de un impuesto de capitación para el déficit en impuestos arrendados, PSI 278.1 en BL 9.391 (II d.C.), cf. OBodl.785.5, OStras.248 (ambos II d.C.), tb. llamado μερισμὸς ὠνίων ἐνλ(είματος) τελωνικ(ῶν) Ostr.558 (II d.C.) en BL 9.411
•resto, parte restante de una suma de dinero PYoutie 67.41 (III d.C.).
Greek Monolingual
το (AM ἔλλειμμα)
αυτό που λείπει από κάτι και το οποίο έπρεπε ή προβλεπόταν να υπάρχει
νεοελλ.
φρ.
1. «έλλειμμα ταμείου» — το ποσό κατά το οποίο τα μετρητά υπολείπονται του λογιστικού υπολοίπου
2. «έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου» — το ποσό κατά το οποίο η αξία τών εισαγόμενων εμπορευμάτων σε μια χώρα είναι μεγαλύτερη από την αξία τών εξαγόμενων
3. «έλλειμμα διεθνούς ισοζυγίου» — το ποσό κατά το οποίο η αξία τών διεθνών υποχρεώσεων πληρωμής μιας χώρας υπερβαίνει την αξία τών διεθνών αξιώσεων πληρωμής της
4. «έλλειμμα δημόσιου προϋπολογισμού» — το ποσό κατά το οποίο τα έσοδα του κράτους υπολείπονται του συνόλου τών δαπανών
αρχ.
1. έλλειψη, ελάττωμα
2. υπόλειμμα.