κομπαστικός: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομπαστικός''': -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, [[ἀλαζονικός]], | |lstext='''κομπαστικός''': -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, [[ἀλαζονικός]], Πολυδ. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 147. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κομπαστικός]], -ή, -όν) [[κομπαστής]]<br />αυτός που γίνεται με κομπασμό, με [[αλαζονεία]], [[αλαζονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπαστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α κομπαστικῶς)<br />με κομπασμό, αλαζονικά. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[κομπαστικός]], -ή, -όν) [[κομπαστής]]<br />αυτός που γίνεται με κομπασμό, με [[αλαζονεία]], [[αλαζονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπαστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α κομπαστικῶς)<br />με κομπασμό, αλαζονικά. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A braggart, Poll.9.146. Adv. -κῶς ib.147.
German (Pape)
[Seite 1479] großprahlerisch, aufschneiderisch, Poll. 9, 146; – auch adv., ib. 147.
Greek (Liddell-Scott)
κομπαστικός: -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, ἀλαζονικός, Πολυδ. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 147.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κομπαστικός, -ή, -όν) κομπαστής
αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός.
επίρρ...
κομπαστικώς και -ά (Α κομπαστικῶς)
με κομπασμό, αλαζονικά.