συβότης: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σῠβότης:''' ου ὁ Arst. v. l. = [[συβώτης]]. | |elrutext='''σῠβότης:''' ου ὁ Arst. [[varia lectio|v.l.]] = [[συβώτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:00, 9 January 2022
English (LSJ)
ου, ὁ,= συβώτης, Arist.Po.1454b28, Hsch., Gloss.
German (Pape)
[Seite 961] ὁ, = συβώτης, B. A. 361.
Greek (Liddell-Scott)
σῠβότης: -ου, ὁ, = συβώτης, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 4· «συβότας· χοιροβοσκοὺς» Ἡσύχ.: πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. 8. 19.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. συβώτης.
Greek Monotonic
σῠβότης: -ου, ὁ=συβώτης, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
σῠβότης: ου ὁ Arst. v.l. = συβώτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συβότης -ου, ὁ zie συβώτης.
Middle Liddell
σῠβότης, ου, ὁ, = συβώτης, Arist.]