σφονδύλιον: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφονδύλιον''': τό, [[φυτόν]] τι, [[εἶδος]] δαυκίου, Heracleum spondylium, Διοσκ. 3. 90· σφονδύλειον [ῡ], ἐν Νικ. Θηρ. 948· σπονδύλιον, Νόνν.· spondylium, Πλίν. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[σφόνδυλος]], κοινῶς «σφονδύλι», ὅτι τὸ [[σφονδύλιον]] ἔπεσε τοῦ ἀτράκτου Achmes Ὀνειροκρ. 264. ΙΙΙ. = [[ὀρροπύγιον]], [[Πολυδ]]. Β΄, 182· ἀλλ’ ἴδε Δινδ.
|lstext='''σφονδύλιον''': τό, [[φυτόν]] τι, [[εἶδος]] δαυκίου, Heracleum spondylium, Διοσκ. 3. 90· σφονδύλειον [ῡ], ἐν Νικ. Θηρ. 948· σπονδύλιον, Νόνν.· spondylium, Πλίν. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[σφόνδυλος]], κοινῶς «σφονδύλι», ὅτι τὸ [[σφονδύλιον]] ἔπεσε τοῦ ἀτράκτου Achmes Ὀνειροκρ. 264. ΙΙΙ. = [[ὀρροπύγιον]], Πολυδ. Β΄, 182· ἀλλ’ ἴδε Δινδ.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:06, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφονδύλιον Medium diacritics: σφονδύλιον Low diacritics: σφονδύλιον Capitals: ΣΦΟΝΔΥΛΙΟΝ
Transliteration A: sphondýlion Transliteration B: sphondylion Transliteration C: sfondylion Beta Code: sfondu/lion

English (LSJ)

[ῠ], τό, Dim. (in form only) of σφόνδυλος, Il.20.483 (pl.), Antim.65.    II cow-parsnip, Heracleum sphondylium, Dsc.3.76; σφονδύλειον [ῡ], Nic. Th.948; σπονδύλιον, Sor.1.63, Gal.14.180; spondylium, Plin. HN12.128.    III = κόκκυξ IV, Poll.2.182.

German (Pape)

[Seite 1051] τό, dim. von σφόνδυλος (?). τό, = σφονδύλειον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σφονδύλιον: τό, φυτόν τι, εἶδος δαυκίου, Heracleum spondylium, Διοσκ. 3. 90· σφονδύλειον [ῡ], ἐν Νικ. Θηρ. 948· σπονδύλιον, Νόνν.· spondylium, Πλίν. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σφόνδυλος, κοινῶς «σφονδύλι», ὅτι τὸ σφονδύλιον ἔπεσε τοῦ ἀτράκτου Achmes Ὀνειροκρ. 264. ΙΙΙ. = ὀρροπύγιον, Πολυδ. Β΄, 182· ἀλλ’ ἴδε Δινδ.

Greek Monolingual

και σπονδύλιον, το, ΜΑ, και σφονδύλειον Α
βλ. σφοντύλι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφονδύλιον -ου, τό, demin. van σφόνδυλος nekwervel.