εὐλίμενος: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ον,</b>" to "ῐ], ον,") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evlimenos | |Transliteration C=evlimenos | ||
|Beta Code=eu)li/menos | |Beta Code=eu)li/menos | ||
|Definition=[ῐ], ον, (λιμήν) <span class="sense" | |Definition=[ῐ], ον, (λιμήν) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[with good harbours]], ἀκταί <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1463</span>; [πόλις] εὐλιμενωτέρα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>705a</span>, cf. <span class="bibl">704b</span>, <span class="bibl">704d</span>; εὐ. ἁλὸς οἶκοι <span class="bibl">Archestr. <span class="title">Fr.</span>26</span>: c. gen., ἱερὸν παντὸς κύματος εὐλίμενον <span class="title">App.Anth.</span>3.81 (Posidipp.): —alsoεὐλῐμήν,-ένος, πορθμοί <span class="bibl">Procop.<span class="title">Aed.</span>1.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:35, 10 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ον, (λιμήν) A with good harbours, ἀκταί E.Hel.1463; [πόλις] εὐλιμενωτέρα Pl.Lg.705a, cf. 704b, 704d; εὐ. ἁλὸς οἶκοι Archestr. Fr.26: c. gen., ἱερὸν παντὸς κύματος εὐλίμενον App.Anth.3.81 (Posidipp.): —alsoεὐλῐμήν,-ένος, πορθμοί Procop.Aed.1.5.
German (Pape)
[Seite 1078] mit schönem Hafen; ἀκταί Eur. Hel. 1464; πόλις Plat. Legg. IV, 704 b; Sp., wie D. Sic. 5, 12; εὐλίμενοι ἁλὸς οἶκοι, vom Hafen selbst, bei Ath. VII, 327 d, wie ὅρμος Hel. 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐλίμενος: -ον, (λιμήν) ἔχων καλοὺς λιμένας, ἀκταὶ Εὐρ. Ἑλ. 1463· πόλις εὐλιμενώτερα Πλάτ. Νόμ. 704C πρβλ. Β· εὐλ. ἁλὸς οἶκοι Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 327D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui offre ou possède un bon port.
Étymologie: εὖ, λιμήν.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐλίμενος, -ον)
αυτός που έχει καλά και ασφαλή λιμάνια («εὐλίμενοι ἀκταί», Ευρ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευλίμενο
(για παραθαλάσσια χώρα) το να έχει καλά λιμάνια («το ευλίμενο της Ελλάδας»).
Greek Monotonic
εὐλίμενος: -ον (λῐμήν), αυτός που έχει καλά λιμάνια, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐλίμενος: (ῐ) обладающий хорошим портом, имеющий удобную бухту (ἀκταί Eur.; πόλις Plat.).
Middle Liddell
εὐ-λίμενος, ον [λῐμήν]
with good harbours, Eur., Plat.