ζυγίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206
m (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>" to "ῑ], ου, ὁ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zygitis
|Transliteration C=zygitis
|Beta Code=zugi/ths
|Beta Code=zugi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the rower who sat on the mid-most of the three banks</b>, like [[μεσόνεος]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1106</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the rower who sat on the mid-most of the three banks</b>, like [[μεσόνεος]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1106</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:05, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγίτης Medium diacritics: ζυγίτης Low diacritics: ζυγίτης Capitals: ΖΥΓΙΤΗΣ
Transliteration A: zygítēs Transliteration B: zygitēs Transliteration C: zygitis Beta Code: zugi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,    A the rower who sat on the mid-most of the three banks, like μεσόνεος, Sch.Ar.Ra.1106.

German (Pape)

[Seite 1140] ὁ, Ruderer auf der mittleren der drei Ruderbänke, Schol. Ar. Ran. 1106.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἐρέτης ὁ καθήμενος ἐν τῇ μεσαίᾳ γραμμῇ, ὡς τὸ μεσόνεος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074, πρβλ. θαλαμίτης, θρανίτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ζευγίτης.
Étymologie: ζυγόν.

Greek Monolingual

ο (Α ζυγίτης)
νεοελλ.
ο κωπηλάτης που κάθεται στον ζυγό της βάρκας
αρχ.
ο ερέτης, ο κωπηλάτης που καθόταν στη μεσαία από τις τρεις έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν. Άλλος τ. για το ζύγιος.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγίτης: (ῑ) Dem. = ζευγίτης I и II.