βελουλκός: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=veloulkos | |Transliteration C=veloulkos | ||
|Beta Code=beloulko/s | |Beta Code=beloulko/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[instrument for drawing out darts]], ibid. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>= [[δίκταμνος]], Ps.-Dsc.3.32.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:25, 29 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A instrument for drawing out darts, ibid. II= δίκταμνος, Ps.-Dsc.3.32.
German (Pape)
[Seite 441] (ἕλκω), pfeilausziehend; τὸ β., ein Instrument dazu, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
βελουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ ἐκσύρων, ἀνασύρων βέλος ἐκ πληγῆς· ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα βελουλκέω, ἕλκω, ἐξάγω βέλη, αὐτὸς ἑαυτὸν βελουλκεῖ, μόνος του ἐκβάλλει τὸ βέλος, δηλ. τὸ ἄγκιστρον, Πλούτ. 2. 977Α· οὐσιαστ. βελουλκία, ἡ, ἡ ἐξαγωγὴ βελῶν, ἡ ἐξέλκυσις αὐτῶν, Εὐστ. 464. 41· ἐπίθ. βελουλκικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς βελουλκίαν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 88.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 instrumento para la extracción de puntas de flecha Paul.Aeg.6.88.3.
2 bot. díctamo, Origanum dictamnus L., Ps.Dsc.3.32.
Greek Monolingual
βελουλκός, ο (Α)
1. χειρουργικό εργαλείο για την αφαίρεση βέλους από τραύμα
2. το φυτό δίκταμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βέλος + -ουλκος < ολκή ή ολκός].