θωρακίτης: Difference between revisions
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thorakitis | |Transliteration C=thorakitis | ||
|Beta Code=qwraki/ths | |Beta Code=qwraki/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">soldier with breast-armour only</b>, <span class="bibl">Plb.10.29.6</span>, al.:—fem. θωρᾱκ-ῖτις, as Adj., [[ζώνη]] [[cuirass]]-belt, prob. in <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.12</span> (iii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:05, 30 December 2020
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, A soldier with breast-armour only, Plb.10.29.6, al.:—fem. θωρᾱκ-ῖτις, as Adj., ζώνη cuirass-belt, prob. in PPetr.3p.12 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1230] ὁ, der Gepanzerte, Pol. 10, 29, 6 u. öfter.
Greek Monolingual
ο (Α θωρακίτης, ό, θηλ. θωρακῑτις, -ίτιδος)
νεοελλ.
ναύτης ή δίοπος της ειδικότητας τών αρμενιστών, ειδικός στο να χειρίζεται τα άρμενα, ο οποίος ανέβαινε κατά τους χειρισμούς στα θωράκια, αρμενιστής
αρχ.
1. στρατιώτης οπλισμένος μόνο με θώρακα, θωρακοφόρος
2. (πάπ., το θηλ. ως επίθ.)
θωρακῑτις
αυτή που ανήκει στον θώρακα («θωρακῑτις ζώνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ. Με τη νεοελλ. σημ. της η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. gabier) και μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγων Ναυτικόν].
Russian (Dvoretsky)
θωρᾱκίτης: ου (ῑ) ὁ воин в броне Polyb.