κορσός: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korsos
|Transliteration C=korsos
|Beta Code=korso/s
|Beta Code=korso/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κορμός]], Hsch. (Cf. [[κοῦρος]] (B).)</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κορμός]], Hsch. (Cf. [[κοῦρος]] (B).)</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:55, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορσός Medium diacritics: κορσός Low diacritics: κορσός Capitals: ΚΟΡΣΟΣ
Transliteration A: korsós Transliteration B: korsos Transliteration C: korsos Beta Code: korso/s

English (LSJ)

ὁ, A = κορμός, Hsch. (Cf. κοῦρος (B).)

Greek (Liddell-Scott)

κορσός: ό, = κορμός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορσός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ-σ- που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ- της ρίζας κερ- (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση -σ-. Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ. κόρση σήμαινε το «κόψιμο τών μαλλιών» (έτσι τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη συνέχεια δήλωσε τα ίδια τα μαλλιά, ιδίως στα πλάγια της κεφαλής, στους κροτάφους].

Frisk Etymological English

-όω, κορσωτήρ etc.
See also: s. κουρά.

Frisk Etymology German

κορσός: -όω, κορσωτήρ usw.
{korsós}
See also: s. κουρά.
Page 1,923