μετάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metakeimai
|Transliteration C=metakeimai
|Beta Code=meta/keimai
|Beta Code=meta/keimai
|Definition=fut. -[[κείσομαι]], used as Pass. of [[μετατίθημι]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be transposed]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>394b</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>660b31</span>; to [[be changed]], μετάκειται τὸ ἔθος <span class="bibl">D.H.2.14</span>, cf. <span class="bibl">Str.3.4.20</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἡ μεταφορὰ μετάκειται ἀπρεπῶς</b> the metaphor [[is in bad taste]], <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>188</span>.</span>
|Definition=fut. -[[κείσομαι]], used as Pass. of [[μετατίθημι]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be transposed]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>394b</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>660b31</span>; to [[be changed]], μετάκειται τὸ ἔθος <span class="bibl">D.H.2.14</span>, cf. <span class="bibl">Str.3.4.20</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἡ μεταφορὰ μετάκειται ἀπρεπῶς</b> the metaphor [[is in bad taste]], <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>188</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:40, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάκειμαι Medium diacritics: μετάκειμαι Low diacritics: μετάκειμαι Capitals: ΜΕΤΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: metákeimai Transliteration B: metakeimai Transliteration C: metakeimai Beta Code: meta/keimai

English (LSJ)

fut. -κείσομαι, used as Pass. of μετατίθημι, A to be transposed, Pl.Cra.394b, Arist.PA660b31; to be changed, μετάκειται τὸ ἔθος D.H.2.14, cf. Str.3.4.20. 2 ἡ μεταφορὰ μετάκειται ἀπρεπῶς the metaphor is in bad taste, Demetr.Eloc.188.

German (Pape)

[Seite 147] (s. κεῖμαι), anderswo liegen, als perf. zu μετατίθημι, versetzt sein an eine andere Stelle, εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται, Plat. Crat. 394 b; Arist. part. an. 2, 17, öfter; bei den Rhett. u. Sp. = sich geändert haben.

Greek (Liddell-Scott)

μετάκειμαι: μέλλ. -κείσομαι, ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ μετατίθημι, μετατίθεμαι, Πλάτ. Κρατ. 394Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 11, Διον. Ἁλ. 2. 14. 2) ἐν τῇ ῥητορικῇ ἐπὶ μεταφορῶν, μετατίθεμαι ἔκ τινος πράγματος εἰς ἄλλο, εἰσάγομαι, «ἐγέλα που ῥόδον ἡδύχρουν, ἥ τε γὰρ μεταφορὰ ἡ ἐγέλα, πάνυ μετάκειται ἀπρεπῶς» Δημήτρ. Φαληρ. 188 (ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 84).

Greek Monolingual

μετάκειμαι (Α) κείμαι
1. είμαι τοποθετημένος αλλού, κείμαι σε άλλο μέρος («εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται ἢ αφῄρηται», Πλάτ.)
2. είμαι αλλαγμένος, έχω υποστεί μεταβολή («ἐφ' ἡμῶν μετάκειται τὸ ἔθος», Διον. Αλ.)
3. (στον λόγο) μετατίθεμαι από μια έννοια σε άλλη, κάνω μεταφοράἐγέλα που ῥόδον ἡδύχρουν, ἤ, τε γὰρ μεταφορὰ ἡ ἐγέλα, πάνυ μετάκειται ἀπρεπῶς», Δημήτρ.).

Russian (Dvoretsky)

μετάκειμαι: лежать (находиться) в другом месте, т. е. быть переставленным Arst.: εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται Plat. добавлена ли какая-л. буква, или переставлена.