μονόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monogamos
|Transliteration C=monogamos
|Beta Code=mono/gamos
|Beta Code=mono/gamos
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who marries but once]], <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>183</span>, <span class="bibl">Vett.Val. 120.8</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who marries but once]], <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>183</span>, <span class="bibl">Vett.Val. 120.8</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:35, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόγᾰμος Medium diacritics: μονόγαμος Low diacritics: μονόγαμος Capitals: ΜΟΝΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: monógamos Transliteration B: monogamos Transliteration C: monogamos Beta Code: mono/gamos

English (LSJ)

ὁ, A one who marries but once, Ptol. Tetr.183, Vett.Val. 120.8.

German (Pape)

[Seite 202] der nur einmal heirathet, nur eine Frau hat, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονόγᾰμος: ὁ, ὁ ἅπαξ μόνον εἰς γάμον ἐλθών, ὁ μίαν μόνον ἔχων γυναῖκα, Ἰω. Χρυ. τ. 5, σ. 110, Πτολ. Τετράβ. 183, Ἀθηναγ. 968Β, Ὠριγέν. Ι, 984Α, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόγαμος, -ον)
αυτός που έχει παντρευτεί μία μόνο φορά ή αυτός που έχει παντρευτεί μία μόνο γυναίκα ή αυτή που έχει παντρευτεί έναν μόνο άντρα
νεοελλ.
1. αυτός που τηρεί τη συζυγική πίστη και δεν επιζητεί εξωσυζυγικές σχέσεις
2. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονόγαμα
χαρακτηριστική κατηγορία ζώων τα οποία δημιουργούν αποκλειστική αναπαραγωγική σχέση με έναν μόνο σύντροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γάμος (πρβλ. πολύ-γαμος)].