σπειράομαι: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=speiraomai | |Transliteration C=speiraomai | ||
|Beta Code=speira/omai | |Beta Code=speira/omai | ||
|Definition=(σπεῖρα) Pass., <span class="sense"> | |Definition=(σπεῖρα) Pass., <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be coiled]] or [[folded round]], πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο <span class="bibl">Eratosth.16.3</span>; <b class="b3">πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων</b>] <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span> 457</span>; δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον <span class="bibl">Paus.10.33.9</span>; σχοινίου ἐσπειραμένου <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.227</span>: c. dat., <b class="b3">ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν</b> [[coiled round]] them, f.l. in Sch.Lyc.<span class="bibl">p.5</span> S. for [[ἐπῃωρημένους]]. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:35, 31 December 2020
English (LSJ)
(σπεῖρα) Pass., A to be coiled or folded round, πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Eratosth.16.3; πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457; δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Paus.10.33.9; σχοινίου ἐσπειραμένου S.E.P.1.227: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους. 2 metaph., λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα Demetr.Eloc.8.
Greek (Liddell-Scott)
σπειράομαι: (σπεῖρα) Παθητ., συσπειροῦμαι, τυλίσσομαι, «κουλλουριάζομαι», πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν Εἰσαγ. 153C· πέριξ ... σπειρηθεὶς [[[δράκων]]] Νικ. Θηρ. 457· δράκοντα. ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Παυσ. 10. 33, 9· σχοινίου ἐσπειραμένου ... ὡς δράκων Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 227· μετὰ δοτ., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν, συνεστραμμένους περὶ τοὺς παῖδας, προοίμ. εἰς Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 2) μεταφορ., λόγος Δημήτρ. Φαληρ. 8. - Πρβλ. περισυσπειράω.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐσπειρήθην;
se rouler en spirales.
Étymologie: σπεῖρα.
Greek Monotonic
σπειράομαι: (σπεῖρα), Παθ., συσπειρώνομαι, κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι, περιτυλίγομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπειράομαι [σπεῖρα] perf. ptc. ἐσπειραμένος zich kronkelen.
Middle Liddell
σπειράομαι, σπεῖρα
Pass. to be coiled or folded round.