συμβολαιογράφος: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symvolaiografos | |Transliteration C=symvolaiografos | ||
|Beta Code=sumbolaiogra/fos | |Beta Code=sumbolaiogra/fos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, <span class="sense"> | |Definition=[ᾰ], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[notary]], MAMA3.460 (Corycus), <span class="bibl"><span class="title">PThead.</span> 10.22</span> (iv A.D.), Hsch., <span class="title">Cod.Just.</span>4.21.16.1.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:20, 31 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A notary, MAMA3.460 (Corycus), PThead. 10.22 (iv A.D.), Hsch., Cod.Just.4.21.16.1.
German (Pape)
[Seite 978] Vergleiche, Verträge, Contracte schreibend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
συμβολαιογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ γράφων συμβόλαια, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8855· «συμβολαιογράφος· ὁ τὰ συμβόλαια γράφων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
άμισθος δημόσιος λειτουργός εντεταλμένος με τη σύνταξη και φύλαξη δημόσιων εγγράφων
μσν.-αρχ.
δικαστικός υπάλληλος ο οποίος είναι αρμόδιος για τη σύνταξη τών συμβολαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβόλαιο(ν) + -γράφος].
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
άμισθος δημόσιος λειτουργός εντεταλμένος με τη σύνταξη και φύλαξη δημόσιων εγγράφων
μσν.-αρχ.
δικαστικός υπάλληλος ο οποίος είναι αρμόδιος για τη σύνταξη τών συμβολαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβόλαιο(ν) + -γράφος].