συνδιαπλάσσω: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndiaplasso | |Transliteration C=syndiaplasso | ||
|Beta Code=sundiapla/ssw | |Beta Code=sundiapla/ssw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[set]] a fracture, Pall. <b class="b2">in Hp.Fract</b>.<span class="bibl">12.278C.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:40, 31 December 2020
English (LSJ)
A set a fracture, Pall. in Hp.Fract.12.278C.
Greek Monolingual
Μ
ανατάσσω σπασμένο οστό ώστε να επέλθει συγκόλληση με το πέρασμα του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαπλάσσω «αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο»].
Greek Monolingual
Μ
ανατάσσω σπασμένο οστό ώστε να επέλθει συγκόλληση με το πέρασμα του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαπλάσσω «αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο»].