συνδιεκκύπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndiekkypto | |Transliteration C=syndiekkypto | ||
|Beta Code=sundiekku/ptw | |Beta Code=sundiekku/ptw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[slip out and through together with]], τῇ κεφαλῇ <span class="bibl">Eust.1114.24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:45, 31 December 2020
English (LSJ)
A slip out and through together with, τῇ κεφαλῇ Eust.1114.24.
German (Pape)
[Seite 1008] mit od. zugleich durch- u. herausgucken, -schlüpfen, Eust. 1153, 43.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιεκκύπτω: ἐκκύπτω ὁμοῦ, ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν συνδιεκκύψασα τῇ κεφαλῇ Εὐστ. 1114. 25.
Greek Monolingual
Μ
σκύβω προς τα έξω για να δω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκκύπτω «σκύβω προς τα έξω για να δω»].
Greek Monolingual
Μ
σκύβω προς τα έξω για να δω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκκύπτω «σκύβω προς τα έξω για να δω»].