ἐρανιστής: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eranistis
|Transliteration C=eranistis
|Beta Code=e)ranisth/s
|Beta Code=e)ranisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[member of]] or [[contributor to an]] ἔρανος ''1'', <span class="bibl">Pherecyd.11</span> J. (pl.); <b class="b3">ἑστιᾶν ἐρανιστάς</b> to give a club-dinner, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>408</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1123a22</span> ; [[member of an]] [[ἔρανος]] III, <span class="title">IG</span>22.1265 (pl.), 11(4).1223 (Delos, pl.), etc.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[member of]] or [[contributor to an]] ἔρανος ''1'', <span class="bibl">Pherecyd.11</span> J. (pl.); <b class="b3">ἑστιᾶν ἐρανιστάς</b> to give a club-dinner, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>408</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1123a22</span> ; [[member of an]] [[ἔρανος]] III, <span class="title">IG</span>22.1265 (pl.), 11(4).1223 (Delos, pl.), etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:58, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰνιστής Medium diacritics: ἐρανιστής Low diacritics: ερανιστής Capitals: ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: eranistḗs Transliteration B: eranistēs Transliteration C: eranistis Beta Code: e)ranisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A member of or contributor to an ἔρανος 1, Pherecyd.11 J. (pl.); ἑστιᾶν ἐρανιστάς to give a club-dinner, Ar.Fr.408, Arist.EN1123a22 ; member of an ἔρανος III, IG22.1265 (pl.), 11(4).1223 (Delos, pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 1017] ὁ, der Theilnehmer an einem ἔρανος, bes. an einem Schmause der Art, Ar. frg. 355; ἐρανιστὰς γαμικῶς ἑστιῶν Arist. Eth. 4, 2; = συνθιασῶται Ath. VIII, 362 e. Vgl. Inscr. 126.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰνιστής: -οῦ, ὁ ὁ συνεισφέρων εἰς ἔρανον (σύλλογον ἐρανιστῶν), ἐστιᾶν ἐρανιστὰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 356, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20., 8. 9, 5, Ἀθήν. 362Ε: πρβλ. ἔρανος ΙΙ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ἐρανιστὴς μέντοι κυρίως ἐστὶν ὁ τοῦ ἐράνου μετέχων καὶ τὴν φορὰν ἣν ἑκάστου μηνὸς ἔδει καταβάλλειν εἰσφέρων, τὸ δὲ ὄνομα παρὰ Λυσίᾳ ἐν τῷ πρὸς Ἀριστοκράτην περὶ ἐγγύης ἐράνου, εἰ γνήσιος».

Greek Monolingual

ο, θηλ. ερανίστρια (AM ἐρανιστής) ερανίζω
μσν.- νεοελλ.
ο συντάκτης και εκδότης ερανίσματος, ο συλλέκτης γνωμών, αποφθεγμάτων, χωρίων διαφόρων συγγραφέων
αρχ.
1. αυτός που συμμετέχει σε έρανο, που συνεισφέρει για να γίνει κοινό συμπόσιο
2. μέλος συλλόγων που διοργανώνει εράνους σε ορισμένες θρησκευτικές γιορτές.

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰνιστής: οῦ ὁ участник складчины Arph., Arst.