Οἰνόη: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[Οινόη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] [[πέντε]] μικρών σημερινών χωριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] δύο αττικών δήμων: α) της φυλής <i>Ιπποθοωντίδος</i> στα [[σύνορα]] με τη Βοιωτία, [[κοντά]] στις Ελευθερές<br />β) της φυλής <i>Αιαντίδος</i>, ΒΔ του Μαραθώνα<br /><b>2.</b> μικρή [[πόλη]] στην Αργολίδα που πήρε την [[ονομασία]] της από τον βασιλιά της Καλυδώνος Οινέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> <i>οίη</i> (Ι)].
|mltxt=η (Α [[Οινόη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] [[πέντε]] μικρών σημερινών χωριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] δύο αττικών δήμων: α) της φυλής <i>Ιπποθοωντίδος</i> στα [[σύνορα]] με τη Βοιωτία, [[κοντά]] στις Ελευθερές<br />β) της φυλής <i>Αιαντίδος</i>, ΒΔ του Μαραθώνα<br /><b>2.</b> μικρή [[πόλη]] στην Αργολίδα που πήρε την [[ονομασία]] της από τον βασιλιά της Καλυδώνος Οινέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <b>βλ. λ.</b> <i>οίη</i> (Ι)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:40, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Οἰνόη Medium diacritics: Οἰνόη Low diacritics: Οινόη Capitals: ΟΙΝΟΗ
Transliteration A: Oinóē Transliteration B: Oinoē Transliteration C: Oinoi Beta Code: *oi)no/h

English (LSJ)

ἡ, (οἶνος) A Oenoë, name of two Attic demes, 1 of the φυλὴ Ἱπποθοωντίς, on the Boeot. frontier near Eleutherae, Hdt.5.74, Th.2.18, Str.8.6.16 (Οἰνώνη codd.). 2 of the φυλὴ Αἰαντίς, near Marathon ; Οἰνόη or Οἰναῖοι τὴν χαράδραν, prov. of self-inflicted ruin, Zen.5.29, Hsch. : loc. pl. Οἰνόησι IG12.845.5. II Adj. Οἰναῖος, belonging to one of these demes, ib.22.99,1623.5, 1926.130, etc. ; also Οἰνοαῖος SIG541A3 (Delph., iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

Οἰνόη: ἡ, (οἶνος, Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 933), ὄνομ. δύο Ἀττ. δήμων, 1) τῆς φυλῆς Ἱπποθρωντίδος, ἐπὶ τῶν Βοιωτικῶν συνόρων πλησίον τῶν Ἐλευθερῶν, Ἡρόδ. 5. 74, Θουκ. 2. 18, Στράβ. 375. 2) τῆς φυλῆς Αἰαντίδος, παρὰ τὸν Μαραθῶνα, Οἰνόη ἢ Οἰναῖοι τὴν χαράδραν, παροιμ. ἐπὶ ὀλέθρου ὃν ἐπιφέρει τις εἰς ἑαυτόν· ἴδε τὸ διήγημα παρὰ Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ζηνόβ. 5.29 καὶ Ἡσύχ. ΙΙ. Οἰναῖοι, οἱ, οἱ τοὺς δήμους τούτους οἰκοῦντες, Συλλ. Ἐπιγρ. 158Α. 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 Œnoè (est), dème attique de la tribu Æantide;
2 Œnoè (ouest), dème attique de la tribu Hippothoontide.

Greek Monolingual

η (Α Οινόη)
νεοελλ.
ονομασία πέντε μικρών σημερινών χωριών
αρχ.
1. ονομασία δύο αττικών δήμων: α) της φυλής Ιπποθοωντίδος στα σύνορα με τη Βοιωτία, κοντά στις Ελευθερές
β) της φυλής Αιαντίδος, ΒΔ του Μαραθώνα
2. μικρή πόλη στην Αργολίδα που πήρε την ονομασία της από τον βασιλιά της Καλυδώνος Οινέα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ βλ. λ. οίη (Ι)].

Greek Monotonic

Οἰνόη: ἡ (οἶνος), η Οινόη, όνομα δήμου της Αττικής, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Οἰνόη: ἡ Эноя
1) дем в атт. филе Ἱπποθωντίς Her., Thuc.;
2) дем в атт. филе Αἰαντίς Luc.;
3) укрепленный город на Коринфском перешейке Xen.

Middle Liddell

Οἰνόη, ἡ, οἶνος
Oenooe, name of an Attic deme, Hdt., etc.