βήλημα: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[mota]], [[represa]] μήτε [τὸ β] ήλημα μήτε τοὺς ὀχετοὺς μήτε ἄν τι ἄλλο κατασκευασθεῖ <i>IG</i> 5(1).1390.104 (Andania, Mesenia I a.C.), cf. Hsch. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[mota]], [[represa]] μήτε [τὸ β] ήλημα μήτε τοὺς ὀχετοὺς μήτε ἄν τι ἄλλο κατασκευασθεῖ <i>IG</i> 5(1).1390.104 (Andania, Mesenia I a.C.), cf. Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De Ϝήλημα a partir de [[εἰλέω]] < Ϝελνέω q.u. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 09:20, 20 July 2021
English (LSJ)
(i.e. ϝηλ-), ατος, τό, A = κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῷ (Lacon.), Hsch., cf. IG5(1).1390.104 (Andania).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
mota, represa μήτε [τὸ β] ήλημα μήτε τοὺς ὀχετοὺς μήτε ἄν τι ἄλλο κατασκευασθεῖ IG 5(1).1390.104 (Andania, Mesenia I a.C.), cf. Hsch.
• Etimología: De Ϝήλημα a partir de εἰλέω < Ϝελνέω q.u.
Frisk Etymological English
Meaning: κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῳ̃. Λάκωνες H.
Origin: see εἴλω
Etymology: To Messen. ἤλημα. - From *Ϝέλ-νημα, s. εἴλω and ἁλής.
Frisk Etymology German
βήλημα: {bḗlēma}
Meaning: κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῳ̃. Λάκωνες H.
Etymology : Dazu messen. ἤλημα. — Aus *ϝέλνημα, s. εἴλω und ἁλής.
Page 1,233