βουκολίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουκολίσκος]], ο (Α)<br />[[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]]. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική [[χρήση]], η οποία δεν [[είναι]] δυνατόν να ερμηνευθεί (<b>[[πρβλ]].</b> [[βουβωνίσκος]])].
|mltxt=[[βουκολίσκος]], ο (Α)<br />[[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]]. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική [[χρήση]], η οποία δεν [[είναι]] δυνατόν να ερμηνευθεί ([[πρβλ]]. [[βουβωνίσκος]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκολίσκος Medium diacritics: βουκολίσκος Low diacritics: βουκολίσκος Capitals: ΒΟΥΚΟΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: boukolískos Transliteration B: boukoliskos Transliteration C: voukoliskos Beta Code: boukoli/skos

English (LSJ)

ὁ, a kind of A bandage, Gal.18(1).777.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medic. un tipo de vendaje Gal.18(1).777.

Greek Monolingual

βουκολίσκος, ο (Α)
είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική χρήση, η οποία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί (πρβλ. βουβωνίσκος)].