γαλακτοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=galaktoychos
|Transliteration C=galaktoychos
|Beta Code=galaktou=xos
|Beta Code=galaktou=xos
|Definition=ον, (ἔχω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[having]] or [[sucking milk]], <span class="bibl">Poll.3.50</span>.</span>
|Definition=ον, ([[ἔχω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[having]] or [[sucking milk]], <span class="bibl">Poll.3.50</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰλακτοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων [[γάλα]], ὁ γάλακτι τρέφων, Πολυδ. Γ΄, 50.
|lstext='''γᾰλακτοῦχος''': -ον, ([[ἔχω]]) ὁ ἔχων [[γάλα]], ὁ γάλακτι τρέφων, Πολυδ. Γ΄, 50.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α γαλακτοῦχος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιέχει [[γάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μητέρα]] ή τροφό) αυτή που έχει [[γάλα]] για να θηλάσει το [[νεογνό]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]](-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>].
|mltxt=-ο (Α γαλακτοῦχος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιέχει [[γάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μητέρα]] ή τροφό) αυτή που έχει [[γάλα]] για να θηλάσει το [[νεογνό]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]](-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>].
}}
}}

Revision as of 10:46, 2 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοῦχος Medium diacritics: γαλακτοῦχος Low diacritics: γαλακτούχος Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΥΧΟΣ
Transliteration A: galaktoûchos Transliteration B: galaktouchos Transliteration C: galaktoychos Beta Code: galaktou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω) A having or sucking milk, Poll.3.50.

German (Pape)

[Seite 471] Milch habend, säugend, Poll. 3, 50.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων γάλα, ὁ γάλακτι τρέφων, Πολυδ. Γ΄, 50.

Greek Monolingual

-ο (Α γαλακτοῦχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που περιέχει γάλα
αρχ.
(για μητέρα ή τροφό) αυτή που έχει γάλα για να θηλάσει το νεογνό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουχος < έχω].