βραχυχρόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[βραχυχρόνιος]], -ον)<br />σύντομης διάρκειας, [[ολιγοχρόνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραχύς]] <span style="color: red;">+</span> -[[χρόνιος]] <span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μακροχρόνιος]], [[πολυχρόνιος]])].
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[βραχυχρόνιος]], -ον)<br />σύντομης διάρκειας, [[ολιγοχρόνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραχύς]] <span style="color: red;">+</span> -[[χρόνιος]] <span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]] ([[πρβλ]]. [[μακροχρόνιος]], [[πολυχρόνιος]])].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠχρόνιος Medium diacritics: βραχυχρόνιος Low diacritics: βραχυχρόνιος Capitals: ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΟΣ
Transliteration A: brachychrónios Transliteration B: brachychronios Transliteration C: vrachychronios Beta Code: braxuxro/nios

English (LSJ)

ον, A of brief duration, γένος Pl. Ti.75c (Comp.); τὸ β. τοῦ βίου Plu.2.107a.

German (Pape)

[Seite 463] von geringer Zeitdauer, kurz lebend, γένος Plat. Tim. 75 c; τὸ β, τοῦ βίου, Kürze des Lebens, Plut. cons. Apoll. p. 329.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠχρόνιος: -ον, ὁ ἐπ’ ὀλίγον χρόνον διαρκῶν, Πλάτ. Τιμ. 75Β· τὸ βρ. Πλούτ. 2. 107Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de peu de durée ; τὸ βραχυχρόνιον courte durée.
Étymologie: βραχύς, χρόνος.

Spanish (DGE)

-ον
de corta duración γένος Pl.Ti.75c, καῦσος ... καὶ περιπνευμονία βραχυχρόνιον ἔχουσιν τὴν ἀρχήν Gal.9.561, cf. 15.794
subst. τὸ β. brevedad τοῦ βίου Plu.2.107a, τοῦ καιροῦ Gal.17(2).347.

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM βραχυχρόνιος, -ον)
σύντομης διάρκειας, ολιγοχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -χρόνιος < χρόνος (πρβλ. μακροχρόνιος, πολυχρόνιος)].

Russian (Dvoretsky)

βραχυχρόνιος: кратковременный, недолговечный (γένος Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχυχρόνιος -ον βραχύς, χρόνιος kortstondig, met kort bestaan.