γυναικοπίπης: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυναικοπίπης]], ο (Μ)<br />αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο [[γυναικάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> <b>πιθ.</b> <i>οπιπή</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[οπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]], [[παρακολουθώ]] με το [[βλέμμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρρενοπίπης]], [[παρθενοπίπης]])].
|mltxt=[[γυναικοπίπης]], ο (Μ)<br />αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο [[γυναικάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> <b>πιθ.</b> <i>οπιπή</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[οπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]], [[παρακολουθώ]] με το [[βλέμμα]]» ([[πρβλ]]. [[αρρενοπίπης]], [[παρθενοπίπης]])].
}}
}}

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικοπίπης Medium diacritics: γυναικοπίπης Low diacritics: γυναικοπίπης Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ
Transliteration A: gynaikopípēs Transliteration B: gynaikopipēs Transliteration C: gynaikopipis Beta Code: gunaikopi/phs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) A one who ogles women, Eust.851.54.

German (Pape)

[Seite 510] ὁ, nach Weibern gaffend, Eust. Il. p. 851, 54.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ μετ᾿ ἀσελγείας ἐμβλέπων εἰς γυναῖκας, Εὐστ. 851. 54· πρβλ. παρθενοπίπης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que se come con los ojos a las mujeres, mirón Eust.851.54, Sch.Hippon.131 (p.139).

Greek Monolingual

γυναικοπίπης, ο (Μ)
αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο γυναικάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πιθ. οπιπή < αρχ. οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. αρρενοπίπης, παρθενοπίπης)].