δίκρουνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - " Cristo " to " Cristo ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de doble caño o pitorro]] ῥυτόν Damox.1.3, [[δίκερας]] ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν <i>ID</i> 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en <i>Philologus</i> 101.1957.105<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[vasija de doble caño]] op. μονόκρουνον <i>Didyma</i> 467.10 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que fluye con doble chorro]] ῥοή de la herida de Cristo en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse <i>Chr.Pat</i>.1226.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de doble caño o pitorro]] ῥυτόν Damox.1.3, [[δίκερας]] ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν <i>ID</i> 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en <i>Philologus</i> 101.1957.105<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[vasija de doble caño]] op. μονόκρουνον <i>Didyma</i> 467.10 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que fluye con doble chorro]] ῥοή de la herida de [[Cristo]] en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse <i>Chr.Pat</i>.1226.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίκρουνος]], -ον)<br />(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δίκρουνον</i><br />[[αγγείο]] με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίκρουνος]], -ον)<br />(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δίκρουνον</i><br />[[αγγείο]] με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά.
}}
}}

Revision as of 15:08, 7 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκρουνος Medium diacritics: δίκρουνος Low diacritics: δίκρουνος Capitals: ΔΙΚΡΟΥΝΟΣ
Transliteration A: díkrounos Transliteration B: dikrounos Transliteration C: dikrounos Beta Code: di/krounos

English (LSJ)

ον, A with two springs, ῥυτὸν δ. a vase from which two kinds of wine could be poured, Damox.1.3; δ., τό, Haussoullier Milet p.199.

German (Pape)

[Seite 630] mit zwei Quellen, Sprudelröhren; Da mox. Ath. XI, 469 a.

Greek (Liddell-Scott)

δίκρουνος: -ον, ὁ ἔχων δύο κρουνούς, ῥυτὸν δ., ἀγγεῖον, ἐξ οὗ δύο εἰδῶν οἶνος ἠδύνατο νὰ ἐξαχθῇ, Δαμόξ. Αὑτ. πενθ. 1

Spanish (DGE)

-ον
1 de doble caño o pitorro ῥυτόν Damox.1.3, δίκερας ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν ID 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en Philologus 101.1957.105
subst. τὸ δ. vasija de doble caño op. μονόκρουνον Didyma 467.10 (II a.C.).
2 que fluye con doble chorro ῥοή de la herida de Cristo en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse Chr.Pat.1226.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίκρουνος, -ον)
(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δίκρουνον
αγγείο με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά.