δακτυλίδιον: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δακτῠλίδιον) -ου, τό | |dgtxt=(δακτῠλίδιον) -ου, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -διν <i>GDRK</i> 50.4, <i>EDE</i> 273, <i>SB</i> 9616ue.7 (VI d.C.)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-λῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[dedito]], [[dedo pequeño]]del pie, Ar.<i>Lys</i>.417<br /><b class="num">•</b>de la mano [[meñique]] ἐὰν δὲ [[ἄχυρον]] ἢ ψάμμος ἤ τι τοιοῦτον ἐμπέσοι (εἰς τὸν ὀφθαλμόν) ... δακτυλιδίῳ ἔξελε Aët.7.18<br /><b class="num">•</b>como adj. [[del tamaño de un dedito]] συντεμὼν εἰς δακτυλιδίους ... τόμους Damocr. en Gal.13.1000.<br /><b class="num">2</b> [[anillo]], [[sortija]] δ. μικρόν Charito 1.13.11, ἐν[ώ] τια καὶ δ. <i>BGU</i> 1104.13 (I a.C.), cf. <i>PAmh</i>.126.55 (I d.C.), <i>BGU</i> 843.8 (I/II d.C.), Poll.2.155, <i>PDura</i> 30.21 (III d.C.), de diversos materiales χρυσοῦν <i>IG</i> 11(2).161B.119 (III a.C.), κολοβάφινον <i>ID</i> 1439Bbc.2.94 (II a.C.), περικεχρυσωμένον <i>ID</i> 1441A.2.81 (II a.C.), σιδηραῖον <i>SB</i> l.c., διαχρυσοῦν <i>PMasp</i>.340ue.32 (biz.), frec. c. piedras engarzadas δακτυλίδια δύο ὧν τὸ ἓν λίθον ἔχον <i>ID</i> 1409Ba.1.100, cf. 1443B.1.110 (ambas II a.C.), ὁ ἐπὶ τῷ δακτυλιδίῳ σμάραγδος Luc.<i>Ep.Sat</i>.29, διάλιθον <i>IG</i> 11(2).158A.6 (III a.C.), ἔνλιθον <i>PSI</i> 1033.12 (II d.C.), ἐγκλείσας (ψηφίδα) χρυσῷ δακτυλιδίῳ Alex.Trall.2.475.23, y frec. empleado como sello σφραγίδιον ἐλεφάντι[νον μικ] ρὸν δ. ἔχον <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1455a.10 (IV a.C.), σφυ[ρίδιο] ν ἐσφραγισμένον ... ἐν τῷ ἀργυρῷ [δα] κτυλειδίῳ <i>PWash.Univ</i>.30.9 (III d.C.) en <i>BL</i> 8.509, cf. Hsch.δ 141, <i>SB</i> 9139.10 (VI d.C.), <i>T.Sal</i>.7.3. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:40, 20 July 2021
English (LSJ)
[λῑ], τό, Dim. of δακτύλιος, A ring, IG11(2).161B119 (Delos, iii B. C.), BGU1104.13 (8 B.C.), PAmh.126.55 (ii A. D.), Poll.2.155, 5.100, BGU843.8, etc., but rejected by Atticists, cf. AB88. II δακτυλίδιον [λῐ], τό, Dim. of δάκτυλος, toe, Ar. Lys.417.
German (Pape)
[Seite 520] τό, dim. von δάκτυλος , Fingerchen, kleiner Zeh, Ar. Lys. 417. – Sp. = δακτύλιος.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλίδιον: [λῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ δακτύλιος, Πολυδ. Β΄, 155., 5. 100, κτλ., ἀλλ’ ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, Α. Β. 88. Ἴδε Κόντου Ἐφημ. Φιλομ. 1880, σελ. 132. ΙΙ. δακτῠλίδιον [λῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ δάκτυλος, δακτυλάκι, Ἀριστοφ. Λυσ. 417 (ἔνθα τὸ μέτρον εἶναι ἐλλιπές· ἴδε Δινδόρφ.).
Spanish (DGE)
(δακτῠλίδιον) -ου, τό
• Alolema(s): -διν GDRK 50.4, EDE 273, SB 9616ue.7 (VI d.C.)
• Prosodia: [-λῑ-]
1 dedito, dedo pequeñodel pie, Ar.Lys.417
•de la mano meñique ἐὰν δὲ ἄχυρον ἢ ψάμμος ἤ τι τοιοῦτον ἐμπέσοι (εἰς τὸν ὀφθαλμόν) ... δακτυλιδίῳ ἔξελε Aët.7.18
•como adj. del tamaño de un dedito συντεμὼν εἰς δακτυλιδίους ... τόμους Damocr. en Gal.13.1000.
2 anillo, sortija δ. μικρόν Charito 1.13.11, ἐν[ώ] τια καὶ δ. BGU 1104.13 (I a.C.), cf. PAmh.126.55 (I d.C.), BGU 843.8 (I/II d.C.), Poll.2.155, PDura 30.21 (III d.C.), de diversos materiales χρυσοῦν IG 11(2).161B.119 (III a.C.), κολοβάφινον ID 1439Bbc.2.94 (II a.C.), περικεχρυσωμένον ID 1441A.2.81 (II a.C.), σιδηραῖον SB l.c., διαχρυσοῦν PMasp.340ue.32 (biz.), frec. c. piedras engarzadas δακτυλίδια δύο ὧν τὸ ἓν λίθον ἔχον ID 1409Ba.1.100, cf. 1443B.1.110 (ambas II a.C.), ὁ ἐπὶ τῷ δακτυλιδίῳ σμάραγδος Luc.Ep.Sat.29, διάλιθον IG 11(2).158A.6 (III a.C.), ἔνλιθον PSI 1033.12 (II d.C.), ἐγκλείσας (ψηφίδα) χρυσῷ δακτυλιδίῳ Alex.Trall.2.475.23, y frec. empleado como sello σφραγίδιον ἐλεφάντι[νον μικ] ρὸν δ. ἔχον IG 22.1455a.10 (IV a.C.), σφυ[ρίδιο] ν ἐσφραγισμένον ... ἐν τῷ ἀργυρῷ [δα] κτυλειδίῳ PWash.Univ.30.9 (III d.C.) en BL 8.509, cf. Hsch.δ 141, SB 9139.10 (VI d.C.), T.Sal.7.3.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλίδιον: τό мизинец ноги Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακτυλίδιον -ου, τό [δάκτυλος] kleine teen.