ήνις: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἤνις]], -ιος, ἡ (Α)<br />(επίθ. για [[αγελάδα]]) <b>πιθ.</b> αυτή που [[είναι]] ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Συνδέεται με το [[ἔνος]] «παλιότερος-[[πρόσφατος]]», που απαντά στο <i>ἐνι</i>-<i>αυτός</i>. Το -<i>ι</i>- της λ. αμφισβητείται αν [[είναι]] μακρό ή βραχύ, [[γιατί]] μαρτυρούνται οι γραφές <i>ἤνῑς</i> και <i>ἦνĭς</i>. Ενδέχεται [[επίσης]] να προέρχεται κατ' [[απόσπαση]] από τη [[φράση]] <i>βοῦν νῆνιν</i>, όπου το <i>νῆνιν</i> [[είναι]] [[προϊόν]] συναιρέσεως από το <i>νεῆνις</i> «νέα»].
|mltxt=[[ἤνις]], -ιος, ἡ (Α)<br />(επίθ. για [[αγελάδα]]) <b>πιθ.</b> αυτή που [[είναι]] ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Συνδέεται με το [[ἔνος]] «παλιότερος-[[πρόσφατος]]», που απαντά στο <i>ἐνι</i>-<i>αυτός</i>. Το -<i>ι</i>- της λ. αμφισβητείται αν [[είναι]] μακρό ή βραχύ, [[γιατί]] μαρτυρούνται οι γραφές <i>ἤνῖς</i> και <i>ἦνĭς</i>. Ενδέχεται [[επίσης]] να προέρχεται κατ' [[απόσπαση]] από τη [[φράση]] <i>βοῦν νῆνιν</i>, όπου το <i>νῆνιν</i> [[είναι]] [[προϊόν]] συναιρέσεως από το <i>νεῆνις</i> «νέα»].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἤνις, -ιος, ἡ (Α)
(επίθ. για αγελάδα) πιθ. αυτή που είναι ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνδέεται με το ἔνος «παλιότερος-πρόσφατος», που απαντά στο ἐνι-αυτός. Το -ι- της λ. αμφισβητείται αν είναι μακρό ή βραχύ, γιατί μαρτυρούνται οι γραφές ἤνῖς και ἦνĭς. Ενδέχεται επίσης να προέρχεται κατ' απόσπαση από τη φράση βοῦν νῆνιν, όπου το νῆνιν είναι προϊόν συναιρέσεως από το νεῆνις «νέα»].